- μεταρίθμιος
- μεταρίθμιοςcounted amongmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταρίθμιος — μεταρίθμιος, ον (Α) 1. αυτός που συγκαταλέγεται ή συναριθμείται μεταξύ άλλων 2. (κατ επέκτ.) ο ισότιμος 3. αυτός που λαμβάνεται υπ όψιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀρίθμιος (< ἀριθμός), πρβλ. αν αρίθμιος, ισ αρίθμιος] … Dictionary of Greek
μεταρίθμιον — μεταρίθμιος counted among masc/fem acc sg μεταρίθμιος counted among neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)